χιλώνειος

χιλώνειος
και χειλώνειος, -εία, -ον, Α [Χίλων]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχαίο σοφό Χίλωνα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χιλώνειον
ρητό τού Χίλωνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χιλώνειος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χιλώνειος — Χῑλώνειος , Χιλώνειος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλώνειον — χιλώνειος of masc acc sg χιλώνειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χιλώνειον — Χῑλώνειον , Χιλώνειος of masc acc sg Χῑλώνειον , Χιλώνειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”